- πρόστριψη
- η / πρόστριψις, -ίψεως, ΝΑ [προστρίβω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προστρίβω, η τριβή δύο πραγμάτων μεταξύ τους («τῶν ὑποζυγίων τὰ τριχώματα γίνεται λευκὰ ἐκ προστρίψεων τῆς ἀστράβης», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προστρίψῃ — προστρίψηι , πρόστριψις rubbing fem dat sg (epic) προστρί̱ψῃ , προστρίβω rub on aor subj mid 2nd sg προστρί̱ψῃ , προστρίβω rub on aor subj act 3rd sg προστρί̱ψῃ , προστρίβω rub on fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστριβή — η, Ν 1. πρόστριψη 2. μτφ. διένεξη, φιλονικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προστρίβω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Αγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
τρίψις — ίψεως, ἡ, Α [τρίβω] 1. η ενέργεια τού τρίβω, τριβή, τρίψιμο («πῡρ..., γεννᾱται ἐκ φορὰς καὶ τρίψεως», Πλάτ.) 2. μάλαξη («τὴν ἄλλην περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ περιττός, ὥστε και τρίψεσι... χρῆσθαι», Πλούτ.) 3. η αντίσταση την οποία παρέχει … Dictionary of Greek